Η κύστη κόκκυγος ή τριχοφωλεακό συρίγγιο ανήκει στις πιο συνηθισμένες χειρουργικές παθήσεις. Εμφανίζεται συχνότερα στους άντρες σε ηλικία 15-40 ετών. Πρόκειται για κυστικό μόρφωμα το οποίο αναπτύσσεται στον υποδόριο ιστό κάτω από το δέρμα της ιεροκοκκυγικής χώρας μεταξύ των γλουτών. Στα αρχικά στάδια εμφανίζεται ως μονήρης μάζα αλλά όταν μεταπίπτει σε χρονιότητα συνοδεύεται από συρίγγια. Θεωρείται ότι δημιουργείται από διείσδυση τριχών μέσα στο δέρμα ενώ αιτιολογικά σχετίζεται εκτός από την τριχοφυΐα, με την μηχανική τριβή της περιοχής σε παρατεταμένη καθιστική ζωή, την παχυσαρκία, τον τύπο του δέρματος και ορμονικούς παράγοντες. Στους άντρες η τριχοφυΐα ενοχοποιείται για το 95% των περιπτώσεων εκδήλωσής της ενώ 5% εμφανίζεται εκ γενετής. Τα αντίστοιχα ποσοστά στις γυναίκες είναι 50-50%.
Οι περισσότεροι ασθενείς δεν αναφέρουν συμπτώματα μέχρι να ξεκινήσει η οξεία φάση ή δεν ερμηνεύουν σωστά κάποιες ενδείξεις. Συνήθως γίνεται αντιληπτή ως μία μικρή διόγκωση στην κοκκυγική χώρα (ουρά) η οποία συνοδεύεται από μικρή ενόχληση ή εκροή ορώδους ή πυώδους υγρού που ρυπαίνει το εσώρουχο (χρόνια μορφή). Στην οξεία φάση της φλεγμονής παρουσιάζεται ως εξής:
– μεγάλη κι επώδυνη φλεγμονώδης μάζα (απόστημα)
– το δέρμα της περιοχής είναι εξέρυθρο, σκληρό και διογκωμένο
– εκροή αιματηρού ή πυώδους υγρού από κάποιο στόμιο (συρίγγιο)
– έντονη δυσοσμία
– πόνος στην περιοχή, πυρετός και καταβολή δυνάμεων
– παρουσία τριχών που εξέρχονται από το συρίγγιο
Για τη διάγνωση της νόσου δεν απαιτείται κάποια εργαστηριακή ή απεικονιστική μέθοδος. Είναι όμως απαραίτητη η εξέταση του ασθενούς από χειρουργό ώστε να επιβεβαιωθεί η διάγνωση και να αποκλειστούν άλλες καταστάσεις ή νοσήματα που εμφανίζονται στην περιοχή. Αυτά μπορεί να είναι: η κοκκυγοδυνία, η πυώδης ιδραδενίτιδα, η νόσος του Crohn, τα περιεδρικά συρίγγια, οι φλεγμονές όπως η φυματίωση, η σύφιλλη και η ακτινομύκωση.
Η αντιμετώπιση της κύστεως κόκκυγος εξαρτάται από την κλινική της εικόνα. Στην οξεία φάση απαιτείται άμεση χειρουργική διάνοιξη και παροχέτευση του αποστήματος ώστε να αποσυμφορηθεί η περιοχή και λήψη αντιβιοτικής – αντιφλεγμονώδους αγωγής προκειμένου να ανακουφισθεί ο ασθενής. Ριζική χειρουργική αφαίρεση σε αυτή τη φάση δημιουργεί ευμέγεθες τραύμα και απαιτεί μεγάλο διάστημα αποκατάστασης. Όταν υποχωρήσει η φλεγμονή ή η κύστη βρίσκεται στη χρόνια φάση, ο ασθενής υποβάλλεται σε προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση αντιμετώπισης της κύστης και των συνοδών συριγγίων.
Η επιλογή της μεθόδου χειρουργικής αντιμετώπισης εξαρτάται από τη κλινική εικόνα της νόσου, τον τρόπο ζωής του ασθενούς, τις πιθανότητες υποτροπής κι επανεμφάνισης που έχει η μέθοδος που επιλέγεται καθώς και η τήρηση των οδηγιών φροντίδας της περιοχής μετά την πλήρη αποκατάσταση. Η πλέον συνήθης χειρουργική επέμβαση συνιστάται στην ολική αφαίρεση της κύστης με τα συνοδά συρίγγια. Πριν την αφαίρεση γίνεται έλεγχος του μεγέθους της κύστης και της παρουσίας συριγγίων με ειδικές χειρουργικές μύλες και βάμμα μπλε του μεθυλενίου. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται η οριοθέτηση και ολική αφαίρεση που εξασφαλίζει πολύ μικρά ποσοστά υποτροπής. Ιδιαίτερη σημασία στην επέμβαση έχει η επιλογή του τρόπου σύγκλεισης του τραύματος. Ο χειρουργός μπορεί:
– να αφήσει το τραύμα εντελώς ανοικτό (ανοικτή μέθοδος). Απαιτείται μακρά μετεγχειρητική περίοδο επούλωσης με καθημερινό καθαρισμό του τραύματος και χρήση ειδικών επιθεμάτων. Έχει τα μικρότερα ποσοστά υποτροπής αλλά επηρεάζει σημαντικά τη ζωή του ασθενούς
– να κλείσει εντελώς το τραύμα με ράμματα και να το προστατεύσει με παροχετευτικό σωλήνα (κλειστή μέθοδος). Ενδείκνυται σε πολύ μικρές κύστεις που δε φλεγμαίνουν αλλά ο ασθενής έχει ένα μικρό περιορισμό κινήσεων λόγω των ραμμάτων έως ότου αφαιρεθούν σε 2 εβδομάδες. Η μέθοδος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ρυθμό επούλωσης του οργανισμού του ασθενούς ενώ αν επιμολυνθεί το τραύμα μετεγχειρητικά απαιτείται πρώιμη αφαίρεση των ραμμάτων και αποκατάσταση όπως στην ανοικτή μέθοδο
– να κλείσει το τραύμα σε κάποιο ποσοστό μέχρι 50-70% (ημίκλειστη μέθοδο). Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται σύγκλειση του τραύματος σε πολύ συντομότερο διάστημα από την ανοικτή μέθοδο ενώ αποτρέπεται η πιθανότητα επιμόλυνσης της κλειστής μεθόδου
Η επέμβαση γίνεται υπό αναισθησία σε χειρουργική αίθουσα. O χειρουργός έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει αντί του κλασσικού νυστεριού, τη σύγχρονη τεχνολογία των Laser CO₂ ή των ραδιοσυχνοτήτων (RF) προκειμένου η επέμβαση να είναι αναίμακτη, ανώδυνη και το τραύμα να έχει καλύτερη επούλωση. Ο ασθενής κινητοποιείται κι εξέρχεται την ίδια ημέρα με οδηγίες φαρμακευτικής αγωγής και καθαρισμού του τραύματος.
Μία νέα θεραπευτική αντιμετώπιση συνιστάται στην ενδοσκοπική θεραπεία της κύστης κόκκυγος (EPSIT: Endoscopic Pilonidal Sinus Treatment). Είναι αναίμακτη μέθοδος, επιτρέπει άμεση επιστροφή στην καθημερινότητα και την εργασία ενώ δεν απαιτείται ιδιαίτερος μετεγχειρητικός καθαρισμός του τραύματος. Είναι πολλά υποσχόμενη μέθοδος η οποία όμως έχει το μειονέκτημα του υψηλού ποσοστού υποτροπής που φτάνει σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία το 10-40% ανάλογα με το κέντρο αναφοράς.
Η επιτυχής χρήση του Laser στη θεραπεία των περιεδρικών συριγγίων FiLaC (Fistula Laser Closure) οδήγησε στην εφαρμογή του και στην κύστη κόκκυγος. Συνιστάται στην είσοδο καθετήρα μέσω του στομίου του συριγγίου της κύστεως και τη χορήγηση ακτινοβολίας Laser. Είναι ανώδυνη και αναίμακτη μέθοδος η οποία δεν απαιτεί νοσηλεία του ασθενούς κι επιτρέπει άμεση επιστροφή στη δραστηριότητα. Το ποσοστό υποτροπής ανέρχεται στο 10-20% και γι’ αυτό πρέπει η επιλογή των ασθενών στους οποίους θα εφαρμοστεί να στηρίζεται σε κριτήρια. Το μεγάλο μέγεθος της κύστεως, τα πολλαπλά μη αναγνωρίσιμα συρίγγια στην περιοχή, το απόστημα καθώς και παράγοντες που δε βοηθούν στην πρόληψη όπως η παχυσαρκία, η καθιστική ζωή κι εργασία, η έλλειψη καλής υγιεινής στην περιοχή του κόκκυγα, αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης και υποτροπής της νόσου. Όποια μέθοδος κι αν επιλεγεί, με το τέλος της αποκατάστασης συνιστάται η αποτρίχωση της περιοχής ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος επανεμφάνισης της νόσου. Η αποτρίχωση με Laser θεωρείται η πλέον κατάλληλη.
Η κύστη κόκκυγος είναι μια καλοήθης πάθηση. Λόγω καθυστέρησης στην εκδήλωση των συμπτωμάτων διαφεύγει της αντίληψης του ασθενούς. Με τη διάγνωσή της όμως είναι καλό να αντιμετωπίζεται σχετικά άμεσα ώστε να προλαμβάνεται η επέκτασή της και η δημιουργία συριγγίων καθώς και τα δυσάρεστα συμπτώματα της φλεγμονής. Η ορθή τήρηση των οδηγιών μετεγχειρητικής διαχείρισης του τραύματος οδηγεί στην πλήρη επάνοδο στην καθημερινή δραστηριότητα.