Ως συρίγγιο ορίζεται η μη φυσιολογική επικοινωνία δύο επιθηλιακών επιφανειών μέσω ενός παθολογικού σωλήνα – πόρου. Το περιεδρικό συρίγγιο (perianal fistula) είναι η επικοινωνία ανάμεσα στο δέρμα (εξωτερικό στόμιο του συριγγίου) και τον πρωκτό ή το ορθό (εσωτερικό στόμιο του συριγγίου). Επομένως σε ένα περιεδρικό συρίγγιο διακρίνουμε ανατομικά ένα συριγγώδη πόρο και δύο στόμια, το έσω και το έξω. Στη σπάνια περίπτωση που το ένα στόμιο είναι κλειστό ή δεν υπάρχει, τότε έχουμε το τυφλό περιεδρικό συρίγγιο.
Τα περιεδρικά συρίγγια περιγράφηκαν για πρώτη φορά από τον Ιπποκράτη το 430 π.Χ. Στις περισσότερες περιπτώσεις προκύπτουν από τη φλεγμονή ή απόφραξη των περιπρωκτικών αδένων που οδηγεί στην δημιουργία αποστήματος. Ουσιαστικά το περιεδρικό απόστημα (perianal abscess) αντιπροσωπεύει την οξεία φάση της φλεγμονής ενώ το συρίγγιο τη χρόνια. Η φλεγμονή της πρωκτικής περιοχής δημιουργεί χώρους μεταξύ του εντέρου, των σφιγκτήρων μυών και του δέρματος που καταλαμβάνονται από το απόστημα. Η αυτόματη ρήξη ή η χειρουργική διάνοιξη του αποστήματος αφήνει πίσω του ένα συρίγγιο. Μέσω αυτού υπάρχει συνεχής ροή ρυπαρών υγρών ή κοπράνων που δεν επιτρέπουν την επούλωση. Άλλα αίτια δημιουργίας των περιεδρικών συριγγίων είναι η φλεγμονώδης νόσος Crohn του εντέρου, το σύνδρομο της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (AIDS) και η ακτινοβολία της περιπρωκτικής χώρας σε παρουσία κακοήθειας της περιοχής.
Περιεδρικό απόστημα:
1. Περιπρωκτικό
2. Ισχιορθικό
3. Υποβλεννογόνιο
4. Διασφιγκτηριακό
5. Υπερανελκτήριο
6. Πεταλοειδές
Για τη δημιουργία των περιεδρικών αποστημάτων εκτός από την απόφραξη των πρωκτικών αδένων, έχουν ενοχοποιηθεί κι άλλοι παράγοντες όπως: εκκολπωματίτιδα, πυώδης ιδραδενίτιδα, ραγάς δακτυλίου, κακοήθεια, φλεγμονώδης νόσος εντέρου, φυματίωση, ακτινομύκωση, σύνδρομο ανοσοανεπάρκειας.
Τα περιεδρικά συρίγγια και τα αποστήματα ταξινομούνται με βάση τη θέση και τη σχέση τους με τους σφιγκτήρες μύες (κανόνας του Goodsall) σε:
Περιεδρικό συρίγγιο (ταξινόμηση Parks):
Τύπος 1: Μέσοσφιγκτηριακό (70%)
Τύπος 2: Διασφιγκτηριακό (25%)
Τύπος 3: Υπέρσφιγκτηριακό (4%)
Τύπος 4: Εξωσφιγκτηριακό (1%)
Το περιεδρικό συρίγγιο εμφανίζεται ως ένα μικρό στόμιο στο δέρμα της περιοχής του πρωκτού. Μπορεί να είναι εμφανής η έκκριση πυώδους, αιματηρού ή κοπρανώδους υγρού από το στόμιο ή ο ίδιος ασθενής να αναφέρει ότι παρατήρησε τέτοιο υγρό στο εσώρουχό του. Η συνεχής ροή του υγρού προκαλεί κνησμό στην περιοχή καθώς και δυσοσμία.
Το περιεδρικό απόστημα εμφανίζεται συνήθως ξαφνικά ως μία διόγκωση στην περιοχή του πρωκτού με έντονη ερυθρότητα και πόνο που επιδεινώνεται με την κίνηση ή κατά την αφόδευση. Αν δεν αντιμετωπισθεί εγκαίρως, ο ασθενής μπορεί να εκδηλώσει πυρετό ενώ σε προχωρημένη κατάσταση μπορεί να εμφανίσει σημεία σήψης. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε παραμελημένες καταστάσεις ή σε ανοσοκατασταλμένους ασθενείς για την εκδήλωση μίας εξαιρετικά επικίνδυνης φλεγμονής στην περιοχή, γνωστής ως γάγγραινα του Fournier. Πρόκειται για νεκρωτική λοίμωξη της περιοχής του περινέου (γεννητικά όργανα και πρωκτός) πολυμικροβιακής συνήθως αιτιολογίας που μπορεί να επεκταθεί ταχέως στο κοιλιακό τοίχωμα.
Η διάγνωση της παρουσίας του περιεδρικού συριγγίου κι αποστήματος στηρίζεται στο ιστορικό και την κλινική εξέταση που γίνεται από το χειρουργό. Αυτή περιλαμβάνει την επισκόπηση της περιοχής, τη δακτυλική εξέταση, τη χρήση μύλης και την ορθοσκόπηση. Η εξέταση με τη μύλη μπορεί να αναδείξει την πορεία του συριγγίου. Η ορθοσκόπηση εφαρμόζεται κυρίως για να εντοπιστεί το έσω στόμιο του συριγγίου στον ορθοπρωκτικό σωλήνα αλλά και για να αποκλειστεί η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου. Σε αυτό βοηθά η χρήση σκιαγραφικών ουσιών που ζωγραφίζουν το συρίγγιο και αναδεικνύουν τα στόμιά του. Η ακτινολογική απεικόνιση είναι απαραίτητη. Πραγματοποιείται με τη βοήθεια της μαγνητικής τομογραφίας της περιοχής του περινέου και τον ενδοορθικό υπέρηχο ώστε να γίνει ακριβής χαρτογράφηση του συριγγίου.
Η αντιμετώπιση ενός μικρού περιεδρικού αποστήματος μπορεί να γίνει στο χώρο του ιατρείου. Αν όμως είναι μεγάλο απαιτείται να αντιμετωπισθεί ο ασθενής σε χειρουργική αίθουσα νοσοκομείου υπό γενική ή επισκληρίδιο αναισθησία. Ο χειρουργός εκτελεί διάνοιξη του αποστήματος και ευρύ καθαρισμό της περιοχής με αφαίρεση νεκρωμένων ιστών κι έκπλυση με αντισηπτικά υλικά. Το τραύμα απαραίτητα μένει ανοικτό κι αν κριθεί απαραίτητο τοποθετείται παροχετευτικός σωλήνας. Ο ασθενής εξέρχεται συνήθως την ίδια ημέρα με οδηγίες τακτικού καθαρισμού του τραύματος και λήψης αντιβιοτικών για κάποιες ημέρες ανάλογα με τη βαρύτητα της κατάστασης.
Η θεραπεία του περιεδρικού συριγγίου είναι πιο πολύπλοκη λόγω των πολλών ανατομικών παραλλαγών με τις οποίες μπορεί να εκδηλωθεί. Θα πρέπει αφενός να αφαιρείται ριζικά ο σηραγγώδης πόρος ώστε να μειώνεται η πιθανότητα επανεμφάνισης του συριγγίου αφετέρου να προστατεύεται η ακεραιότητα των μυών της περιοχής που εξασφαλίζουν τον σφιγκτηριακό μηχανισμό του ορθού κι αποτρέπουν την ακράτεια. Η συνήθης χειρουργική θεραπεία των περιεδρικών συριγγίων είναι η συριγγοτομή. Γίνεται διάνοιξη του συριγγώδους πόρου, απόξεση του πυθμένα του και ομαλοποίηση του εγχειρητικού τραύματος ώστε η επούλωση να πραγματοποιείται από τον πυθμένα προς την επιφάνεια. Σε μικρά κι επιφανειακά περιεδρικά συρίγγια είναι δυνατή η συριγγεκτομή δηλαδή η ολική αφαίρεση του συριγγώδους πόρου. Ασφαλώς υπάρχει ανοικτό τραύμα σε μία ευαίσθητη περιοχή, απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα επούλωσης και πολλές μετεγχειρητικές αλλαγές αλλά παραμένει μία πολύ αποτελεσματική μέθοδος θεραπείας.
Μία εξαιρετική εναλλακτική της χειρουργικής εκτομής του περιεδρικού συριγγίου κι ευρέως διαδεδομένη αποτελεί η τεχνική Seton, γνωστή κι ως Ιπποκράτειος τεχνική. Η μέθοδος χρησιμοποιείται σε συρίγγια όπου ο σηραγγώδης πόρος περιλαμβάνει τους σφιγκτήρες του πρωκτού. Χρησιμοποιείται ένα ελαστικό νήμα ή ράμμα (Seton) το οποίο εισάγεται στο συρίγγιο και εκβάλλει διαμέσου του εσωτερικού και του εξωτερικού στομίου. Το ράμμα περιβροχίζεται με σταδιακά αυξανόμενη πίεση προκαλώντας σταδιακό διαχωρισμό των μυών του ορθού. Η προοδευτική διατομή των σφικτήρων προκαλεί ίνωση η οποία κλείνει το συρίγγιο και συγχρόνως εμποδίζει την απομάκρυνση των διαιρεθέντων μυών, οπότε δε διαταράσσεται ο σφιγκτηριακός μηχανισμός. Επομένως η μέθοδος αντιμετωπίζει το συρίγγιο και ταυτόχρονα διασφαλίζει την ακεραιότητα των μυών του ορθού.
Υπάρχουν και κάποιες άλλες τεχνικές διάνοιξης του συριγγίου χωρίς διατομή των μυών. Ατυτές είναι η έγχυση βιολογικής κόλλας (κόλλα ινώδους) μέσα στο συριγγώδη πόρο, η τοποθέτηση βύσματος σε όλο το μήκος του πόρου και η μέθοδος του ενδοορθικού βλεννογονικού κρημνού. Αυτή συνίσταται στην κάλυψη του έσω στομίου του συριγγίου με υγιή βλεννογόνο. Είναι μέθοδοι με ποσοστά υποτροπής που φτάνουν και το 50% οπότε η χρήση τους ελέγχεται.
Οι πιο μοντέρνες μέθοδοι αντιμετώπισης των περιεδρικών συριγγίων στηρίζονται στη χρήση του Laser. Αυτές είναι η FiLaC (Fistula – track – Laser Closure) και η VAAFT (Video – Assisted – Anal – Fistula – Treatment). Στόχος και των δύο τεχνικών είναι η φωτοθερμική καταστροφή του τοιχώματος του συριγγίου με χρήση ενέργειας laser μέσω οπτικής ίνας. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η επιθηλιοποίηση και σύγκλειση του συριγγίου χωρίς να βλάπτονται οι μυς του ορθού. Έχουν το πλεονέκτημα ότι είναι σχετικά ανώδυνες κι αναίμακτες και δεν υπάρχει ευρύ ανοικτό τραύμα που απαιτεί καθημερινές αλλαγές για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έχουν ποσοστό υποτροπής που αγγίζει το 20-30%. Είναι πολλά υποσχόμενες μέθοδοι αν διορθωθούν περισσότερο τα ποσοστά των υποτροπών τους.
Η χειρουργική επέμβαση αντιμετώπισης του περιεδρικού συριγγίου δεν απαιτεί συνήθως μακρά διάρκεια νοσηλείας. Ο ασθενής εξέρχεται την ίδια ημέρα από το νοσοκομείο με οδηγίες αντιβιοτικής αγωγής και περιποίησης του μικρού ή μεγαλύτερου τραύματος που φέρει ανάλογα με τη μέθοδο θεραπείας που έχει επιλεγεί. Απαραίτητη είναι η μετεγχειρητική επανεκτίμηση του ασθενούς από το χειρουργό με σκοπό την πρόληψη κάποιας πιθανής επιπλοκής.